φθειριστικός

φθειριστικός
-ή, -όν, Α [φθειρίζω]
1. αυτός που αναζητεί ψείρες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φθειριστική
(ενν. τέχνη) η τέχνη τής αναζήτησης και τής εξόντωσης τών ψειρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθειριστικῆς — φθειριστικός seeking lice fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”